Η ανθρώπινη γονιμότητα καθορίζεται από γενετικούς παράγοντες και στη συνέχεια διαμορφώνεται από βιολογικούς και κοινωνικούς. Είναι γεγονός πως με τις μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ξεπεράστηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια για την επίτευξη εγκυμοσύνης σε ζευγάρια με προβλήματα υπογονιμότητας.
Σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες στη βλαβερή επίδραση του αλκοόλ λόγω της ταχύτερης απορρόφησής του και του αργού μεταβολισμού του μέσω του ενζύμου αφυδρογονάσης αλκοόλης, ένζυμο που υφίσταται σε μικρότερο βαθμό, σε σύγκριση με τους άνδρες.
Εκτιμάται ότι η καθημερινή κατανάλωση 2-3 αλκοολούχων ποτών (140 g την εβδομάδα) στις γυναίκες, αυξάνει τον κίνδυνο υπογονιμότητας και συνδέεται με προβλήματα στο έμβρυο.
Σε περίπτωση που συνεχίζεται η συχνή κατανάλωση, μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα ωοθυλακιορρηξίας, αυξημένο ποσοστό αποβολών, χαμηλό βάρος, θάνατος του εμβρύου και το λεγόμενο εμβρυϊκό αλκοολικό σύνδρομο, που χαρακτηρίζεται από αλλοιώσεις του προσώπου, καρδιακές ανωμαλίες, καθυστέρηση ανάπτυξης και διαταραχές στη ψυχοκινητική ανάπτυξη.
Άνδρες: κατανάλωση αλκοόλ
Στους άνδρες δεν υπάρχουν ενδείξεις για το ποσοστό του αλκοόλ που μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα. Ωστόσο όσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να μειώνεται η παραγωγή τεστοστερόνης και κατά συνέπεια η δυνατότητα ωρίμανσης του σπέρματος. Επιπρόσθετα, μπορεί να προκληθεί μειωμένη λίμπιντο, ανικανότητα έως και ατροφία των όρχεων. Υπογονιμότητα επίσης μπορεί να προκαλέσει ο συνδυασμός της υψηλής κατανάλωση αλκοόλ με το κάπνισμα.
Κατανάλωση αλκοόλ και IVF
Μελέτες των αποτελεσμάτων της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έδειξαν πως σε γυναίκες που κατανάλωναν αλκοόλ, ο αριθμός των ωαρίων που συλλέχθηκαν ήταν χαμηλότερος, το ποσοστό εγκυμοσύνης χαμηλότερο και το ποσοστό αποβολών υψηλότερο. Μάλιστα τα αποτελέσματα της θεραπείας IVF μπορεί να μειωθούν όσο πιο πρόσφατη είναι η κατανάλωση αλκοόλ. Για τον λόγο αυτό συνίσταται η αποφυγή κατανάλωσής του κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Επίδραση του αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
Αν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η γυναίκα καταναλώνει αλκοόλ αυτό περνά στο έμβρυο μέσω του πλακούντα το οποίο και μεταβολίζει πολύ πιο αργά από τη μητέρα. Η συγκέντρωσή του στο αίμα είναι επίσης υψηλότερη και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, γεγονός που προκαλεί βλάβη στον εγκέφαλο και μεταβολές στην ανάπτυξη των εμβρυϊκών οργάνων.
Το εμβρυϊκό αλκοολικό σύνδρομο (fetal alcohol syndrome-FAS) επηρεάζει ποσοστό 1,9 / 1.000 γεννήσεις ενώ το 11% του πληθυσμού των εγκύων καταναλώνουν αλκοόλ. Βλάβες που μπορούν να προκληθούν είναι οι ακόλουθες:
- Επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα: καθυστέρηση στην ωρίμανση, νευρολογικές ανωμαλίες, αλλοιώσεις του προσώπου, καθώς και πνευματική δυσλειτουργία.
- Μειωμένο βάρος και ύψος.
- Μεταβολές στην οφθαλμική, ακουστική, σκελετική, ηπατική, καρδιακή ανάπτυξη κ.λπ.
- Υψηλότερη συχνότητα αποβολών στο πρώτο και δεύτερο τρίμηνο.
- Μαθησιακά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς.
- Τα παιδιά με FAS έχουν επίσης συγκεκριμένα φυσικά χαρακτηριστικά: μικρά μάτια, λεπτό άνω χείλος και λείο δέρμα αντί για το κανονικό αυλάκι μεταξύ της μύτης και του άνω χείλους.
Δεν υπάρχει ενδεδειγμένο ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σύμφωνα με το US Office of Public Health and Science «τα πρότυπα κατανάλωσης αλκοόλ που θέτουν ένα μωρό σε μεγαλύτερο κίνδυνο για FAS είναι οι γυναίκες να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες σε λίγες ώρες και να πίνουν επτά ή περισσότερα ποτά την εβδομάδα. Ωστόσο, το εμβρυϊκό αλκοολικό σύνδρομο μπορεί επίσης να εμφανιστεί στα μωρά των γυναικών που πίνουν λιγότερο.»
Τέλος, το αλκοόλ μεταφέρεται στο μωρό και κατά τη διάρκεια του θηλασμού, οπότε θα πρέπει να αποφεύγεται.