Οι γυναίκες γεννιούνται με 1.000.000 ωάρια. Από την ημέρα της γέννησης, αρχίζει η κατανάλωση των ωαρίων αυτών με ρυθμό που καθορίζεται από ένα γονίδιο του χρωμοσώματος Χ. Κατά την έναρξη της εμμηνορρυσίας (εμμηναρχή), ο αριθμός των ωαρίων πέφτει στα 400.000-450.000.
Πάνω από 20% των ωαρίων αυτών παρουσιάζει χρωμοσωμικές ανωμαλίες και κάθε μήνα καταναλώνονται 600-1200 ωάρια. Ο οργανισμός καταναλώνει πρώτα τα καλής ποιότητας ωάρια επειδή αυτά απαντούν εύκολα στις ορμόνες ενώ τα μέτρια ή κακής ποιότητας τα αφήνει για το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας. Επιπλέον τα παραμένοντα ωάρια υφίστανται τις αρνητικές επιπτώσεις των συνθηκών περιβάλλοντος και ζωής (κάπνισμα, ακτινοβολία κ.λ.π.)
Αυτό δεν είναι κάτι νέο, αφού είναι γνωστό ότι οι γυναίκες άνω των 35 ετών που είναι έγκυες πρέπει να ακολουθούν εκτεταμένο προληπτικό προγεννητικό έλεγχο λόγω της μεγαλύτερης πιθανότητας που υπάρχει να γεννηθούν παιδιά με σύνδρομο Down ή άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
Βέβαια, η ηλικία των 35 δεν είναι απαραίτητα ορόσημο για όλες τις γυναίκες, αφού αυτό ανταποκρίνεται στο μέσο όρο. ‘Έτσι, άλλες γυναίκες μπορεί να έχουν σοβαρή μείωση πριν τα 35 έτη και άλλες αργότερα.
Σε πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, η γυναίκα δεν έχει ωάρια για να συλλάβει φυσιολογικά άλλα ούτε με εξωσωματική γονιμοποίηση. Επιπλέον, έχει να αντιμετωπίσει και γενικότερα προβλήματα για την υγεία της, εξαιτίας της πτώσης των οιστρογόνων. Τέτοια προβλήματα είναι η οστεοπόρωση, οι εξάψεις, η πτώση της ερωτικής επιθυμίας, οι αϋπνίες και διάφορα άλλα συμπτώματα σε κάθε γυναίκα.
Η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια μπορεί να οφείλεται σε φυσιολογικούς παράγοντες (κληρονομικότητα, σύνδρομα) ή να είναι αποτέλεσμα ιατρικής παρέμβασης (αφαίρεση ωοθηκών σε καρκίνο, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία) ή αυτοάνοσου νοσήματος (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος).
Η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία υποκατάστασης των ορμονών είναι σημαντική για να προληφθούν κάποιες επιπτώσεις όπως είναι η οστεοπόρωση.
Η διάγνωση της ωοθηκικής ανεπάρκειας ή πιο σωστά η εκτίμηση της ωοθηκικής εφεδρείας μπορεί να γίνει με συνδυασμό υπερηχογραφικού ελέγχου και του ελέγχου της Αντι-Μυλλεριανικής ορμόνης (Anti-Mullerian Hormone: ΑΜΗ) στο αίμα (απλή αιμοληψία).