Ο ορμονικός «άξονας» που διευθύνει την αναπαραγωγή στον άνθρωπο αποτελείται από τον υποθάλαμο, την υπόφυση και τις γονάδες (ωοθήκες ή όρχεις). Η σωστή συνεργασία και λειτουργία του άξονα αυτού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη φυσιολογική αναπαραγωγική λειτουργία στον άνθρωπο.
Επιπτώσεις του υπερβολικού βάρους στη γονιμότητα της γυναίκας
Ο λιπώδης ιστός εμπλέκεται στην αναπαραγωγική λειτουργία του ανθρώπου λόγω του ότι συμβάλει στην παραγωγή οιστρογόνων, μέσω μεταβολικών μηχανισμών, και επηρεάζει την έναρξη της εφηβικής ανάπτυξης, την έναρξη και διατήρηση της ωοθυλακιορρηξίας, και κατ’ επέκταση της εμμήνου ρύσεως.
Επιστημονικά, για την εκτίμηση της παχυσαρκίας χρησιμοποιείται ένας δείκτης ο οποίος ονομάζεται Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) (ή δείκτης Quetelet) και ορίζεται ως το κλάσμα του σωματικού βάρους σε χιλιόγραμμα προς το ύψος του ανθρώπου σε τετραγωνικά μέτρα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) καθορίζει ως το ανώτατο όριο φυσιολογικού βάρους τα 25 kg / m2 σώματος, ως υπέρβαρο άτομο βάρους 25 – 29’9kg / m2 ως παχύσαρκο άτομο βάρους άνω των 30kg / m2. Τα παχύσαρκα άτομα βάσει του δείκτη ΔΜΣ κατατάσσονται σε 3 ομάδες: τύπου 1 (30-35 kg / m2 ), τύπου 2 (35-40 kg / m2) και τύπου 3 (μεγαλύτερο από 40kg / m2). Προφανώς όσο αυξάνει ο δείκτης παχυσαρκίας αυξάνονται και τα προβλήματα υγείας.
Ένα από τα προβλήματα υγείας που συνδέονται με την παχυσαρκία είναι η διαταραχή του ορμονικού άξονα που διευθύνει την αναπαραγωγική ηλικία και κυρίως των ορμονών που παράγονται από τους αδένες του άξονα. Σύμφωνα με μελέτες, η παχυσαρκία επηρεάζει αρνητικά την αναπαραγωγική ικανότητα του ανθρώπου προκαλώντας υπογονιμότητα. Εντοπίζεται τόσο σε γυναίκες που επιθυμούν εγκυμοσύνη με φυσικό τρόπο όσο και σε αυτές που υποβάλλονται σε πρωτόκολλα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προκαλώντας διαταραχές του εμμηνορρυσιακού κύκλου (αμηνόρροια, ολιγομηνόρροια κ.λ.π.), της ωοθυλακιορρηξίας και δημιουργώντας ένα δυσλειτουργικό παχύ ενδομήτριο εχθρικό για την εμφύτευση του εμβρύου.
Σε περιπτώσεις παχυσαρκίας παρατηρείται μείωση στα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης ή άλλων μεθόδων ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής της τάξεως του 30% περίπου ενώ παράλληλα αυξάνεται η πιθανότητα προβλημάτων υγείας στην έγκυο και αποβολών.
Σε περιπτώσεις νοσηρής παχυσαρκίας, θα πρέπει να συνιστάται η εντατική παρακολούθηση της εγκυμοσύνης και διαρκής αξιολόγηση.
Επίδραση του χαμηλού βάρους στη γονιμότητα της γυναίκας
Χαμηλό σωματικό βάρος υφίσταται όταν ο ΔΜΣ είναι μικρότερος από 20kg / m2 και μπορεί να οφείλεται τόσο στον περιορισμό της κατανάλωσης τροφών όσο και στις αυξημένες ενεργειακές απαιτήσεις του σώματος (έντονη άσκηση, ασθένεια κ.λπ.). Η ταχεία απώλεια βάρους προκαλεί αμηνόρροια (απουσία εμμήνου ρύσεως) η οποία οδηγεί σε έλλειψη ωοθυλακιορρηξίας και υπογονιμότητα.
Οι λιποβαρείς γυναίκες συνήθως έχουν καθυστέρηση στην έμμηνο ρύση ή αμηνόρροια, απουσία ωοθυλακιορρηξίας και κατά συνέπεια υπογονιμότητα. Τα αίτια των προβλημάτων αυτών, όπως και στην παχυσαρκία, αφορούν σε διαταραχές του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση- ωοθήκες.
Η επίδραση του χαμηλού βάρους στα ποσοστά επιτυχίας της ιατρικώς στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή είναι ασαφής. Σε γενικές γραμμές οι ΔΜΣ χαμηλότεροι από 20 ή μεγαλύτεροι από 25 σχετίζονται με υψηλότερα ποσοστά αποβολής, τόσο σε φυσικές κυήσεις όσο και μετά από ART.
Τέλος, ένας ΔΜΣ μεταξύ 20 και 25 kg / m2 θεωρείται ιδανικός για την αναπαραγωγική υγεία της γυναίκας.