Ο κυριότερος λόγος αποτυχίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η ποιότητα των ωαρίων η οποία είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ηλικία της γυναίκας. Οσο αυξάνει η ηλικία της γυναίκας τόσο μειώνεται το ποσοστό των καλής ποιότητας ωαρίων που βρίσκονται στην ωοθήκη ενώ αντίστοιχα αυξάνει το ποσοστό των προβληματικών ωαρίων (ανευπλοειδικά ωάρια). Επίσης με την αύξηση της ηλικίας μειώνεται και ο αριθμός των παραγομένων ωαρίων.
Έτσι, στην ηλικία των 20 ετών το ποσοστό των κακής ποιότητας ωαρίων που υπάρχουν στην ωοθήκη είναι 5%-20% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ηλικία των 40 είναι 60%-70%. Η μεταβολή αυτή οφείλεται σε 2 βασικούς λόγους:
1) Ο γυναικείος οργανισμός στη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής καταναλώνει πρώτα τα καλής ποιότητας ωάρια, τα οποία ωριμάζουν ευκολότερα και με μικρότερες δόσεις ορμονών, ενώ τα ανευπλοειδικά που ωριμάζουν δυσκολότερα και χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις ορμονών παραμένουν αδρανή και χρησιμοποιούνται σε μεγάλες ηλικίες (35-42 ετών)
2) Στη διάρκεια της ζωής στον οργανισμό μας συμβαίνουν 3-4% μεταλλάξεις οπότε αντίστοιχο είναι και το ποσοστό των μεταλλάξεων στα ωάρια με αποτέλεσμα προς το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας να υπάρχει αυτή η ραγδαία αύξηση των ανευπλοειδικών ωαρίων.
Υπάρχουν εργασίες και αναφορές για τη χρήση της DHEA-S (θειικής δυϊδροεπιανδροστερόνης), η οποία συμμετέχοντας στον κύκλο της ωοθηκικής στεροειδογένεσης αυξάνει τα ενδοωθηκικά επίπεδα ορμονών και θεωρείται ότι μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των παραγόμενων ωαρίων. Η άποψη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από άλλες έρευνες οι οποίες έδειξαν ότι ίσως να αυξήσει ελαφρώς τον αριθμό των ωαρίων αλλά δεν μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα τους και αντίστοιχα την ποιότητα των εμβρύων που προκύπτουν, με αποτέλεσμα τα ποσοστά κύησης και επιτυχούς έκβασης να μην βελτιώνονται.
Η χορήγηση της DHEAS ίσως μπορεί να επιχειρηθεί σε νέες γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική γήρανση και ανεπάρκεια στην προσπάθεια να αυξήσουμε την ωοθυλακιογένεση όχι όμως και την ποιότητα των παραγόμενων ωαρίων. Άλλη ουσία που υποστηρίχτηκε ότι βελτιώνει την ποιότητα των ωαρίων είναι η μελατονίνη η οποία φαίνεται ότι λειτουργεί αντιοξειδωτικά στο ωοθυλκικό μικροπεριβάλλον. Τα αποτελέσματα τελικά της χορήγησής της δεν ήταν τα αναμενόμενα με αποτέλεσμα να μην έχει επικρατήσει ως πάγια τεχνική και μάλλον έχει εγκαταλειφτεί.
Πολλά υποσχόμενη μέθοδος ήταν η δημιουργία υβριδικών ωαρίων τα οποία προέκυπταν μετά από μεταμόσχευση του πυρήνα των ωαρίων της γυναίκας στο κυτταρόπλασμα ωαρίων δότριας από την οποία είχε αφαιρεθεί νωρίτερα ο πυρήνας του. Έτσι, τα νέα ωάρια διατηρούσαν το γενετικό υλικό της γυναίκας (πυρήνας) σε ένα όμως καλύτερο μικροπεριβάλλον με ισχυρότερους επιδιορθωτικούς μηχανισμούς και με αποφυγή επίσης των μιτοχονδριακά κληρονομούμενων νόσων (κυτταρόπλασμα-μιτοχόνδρια ωαρίου της δότριας). Η μέθοδος εφαρμόστηκε σε λίγα ερευνητικά κέντρα χωρίς ευρύτερη αποδοχή και δεν εφαρμόζεται στην καθ’ ημέρα πράξη.
Συμπερασματικά η ποιότητα των ωαρίων είναι βιολογικά καθοδηγούμενη από τη μητέρα φύση στο πλαίσιο της φυσικής επιλογής των ειδών και της γέννησης υγιών τέκνων με αποτέλεσμα το αναπαραγωγικό παράθυρο της γυναίκας να είναι πεπερασμένο. Τα ωάρια με την αύξηση της ηλικίας συσσωρεύουν μεταλλάξεις, γίνονται ανευπλοειδικά και λιγότερα κατάλληλα προς γονιμοποίηση ιδιαίτερα σε ηλικίες >43ετών οδηγώντας συχνότερα σε βιοχημικές κυήσεις ή αποβολές 1ου τριμήνου. Η χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει την παραπάνω φυσική διαδικασία.