Οι κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών έχουν διευκολύνει την πρόσβαση των γυναικών στον κόσμο της εργασίας. Αυτή η ενσωμάτωση στην εργασία έχει δημιουργήσει ένα δίλημμα για πολλές γυναίκες όσον αφορά τον συντονισμό της επαγγελματικής σταδιοδρομίας με την επιθυμία να γίνουν μητέρες και να δημιουργήσουν οικογένεια. Έτσι, οι γυναίκες αναβάλουν τη μητρότητά τους για χάρη μεγαλύτερης επαγγελματικής σταθερότητας.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις της μητρικής ηλικίας στη γονιμότητα είναι ευρέως γνωστές. Η πιο γόνιμη ηλικία σύμφωνα με την επιστήμη είναι μεταξύ 20 και 30 ετών, με τα 35 έτη να είναι η ηλικία που η γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται. Από την ηλικία των 40 ετών και άνω οι πιθανότητες φυσιολογικής σύλληψης είναι εξαιρετικά χαμηλές. Οι σύγχρονες μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προσφέρουν στις γυναίκες που έχουν δυσκολία σύλληψης διάφορες θεραπείες που προσαρμόζονται στην ηλικία και τα προβλήματά τους.
Νόμιμο όριο ηλικίας
Στην Ελλάδα ο νομοθέτης όρισε ως ανώτατο όριο ηλικίας που επιτρέπεται η εξωσωματική γονιμοποίηση σε μια γυναίκα τα 54 χρόνια.
Κίνδυνοι εγκυμοσύνης σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας
Η εγκυμοσύνη σε γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω ενέχει αυξημένο κίνδυνο προεκλαμψίας, διαβήτη κύησης, αυτόματης αποβολής, πρόωρου τοκετού και επιπλοκών κατά τον τοκετό. Πέρα από τις δυσκολίες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τη μελλοντική υγεία του νεογέννητου. Η μητέρα πρέπει να έχει την κατάλληλη φυσική κατάσταση και την απαραίτητη ζωτικότητα για να φροντίζει το παιδί που μεγαλώνει.
Συνιστώμενο όριο ηλικίας για θεραπεία
Αν και το νομικά επιτρεπόμενο όριο ηλικίας είναι τα 54 έτη, υπάρχουν και άλλα ηλικιακά όρια, τα οποία έχουν καθιερωθεί επιστημονικά, που καθορίζουν τη μέθοδο εξωσωματικής γονιμοποίησης που συνιστάται να εφαρμοσθεί ώστε να επιτευχθεί εγκυμοσύνη και γέννηση υγιούς παιδιού. Έτσι, για μία γυναίκα άτοκο η εξωσωματική γονιμοποίηση με το ωάριο της ίδιας της μητέρας ενδείκνυται μέχρι την ηλικία των 43 ετών. Άνω των 43 ετών η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης μειώνεται στο 1-4% και η πιθανότητα γέννησης υγιούς παιδιού είναι περίπου 1-2%. Από τα 44 και άνω, η επιστήμη συνιστά να στραφούμε στη δωρεά ωαρίων. Βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι για κάθε ολοκληρωμένη εγκυμοσύνη που είχε μία γυναίκα στο παρελθόν, δηλ. δευτεροτόκος, τριτοτόκος κ.λ.π. η γυναίκα κερδίζει ένα χρόνο γονιμότητας πάνω από τα προαναφερθέντα όρια